- παντόφλα
- 1) chausson2) pantoufle
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
παντόφλα — και παντούφλα, η πρόχειρο υπόδημα, μαλακό και άνετο, που φοριέται μέσα στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pantofola < ελλ. παντό φελλος (< παντ[ο] * + φελλός). Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τον τ. πατόφελλος»με πάτο από φελλό». Ο τ.… … Dictionary of Greek
παντόφλα — η (λ. ιταλ.), πρόχειρο ρηχό υπόδημα για το σπίτι, αλλ. εμβάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμβαθρο — το (Α ἔμβαθρα, τα) βάθρο, υπόβαθρο αρχ. είδος υποδημάτων, εμβάς (= παντόφλα) … Dictionary of Greek
διάβαθρον — διάβαθρον, το (Α) είδος γυναικείου υποδήματος, η παντόφλα … Dictionary of Greek
εμβάς — η (Α ἐμβάς) νεοελλ. 1. ελαφρό υπόδημα από ύφασμα ή δέρμα για να φοριέται μέσα στο σπίτι, παντόφλα 2. παπούτσι από πίλημα ή ύφασμα που φορούν σε τόπους με εύφλεκτες ύλες αρχ. 1. χαμηλό παπούτσι από πίλημα που έδενε με λουριά, είδος παντόφλας 2.… … Dictionary of Greek
παντοφλάδικο — και παντουφλάδικο, το εργαστήριο κατασκευής παντοφλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντόφλα + κατάλ. άδικο (πρβλ. βενζιν άδικο)] … Dictionary of Greek
παντοφλάς — και παντουφλάς, ο [παντόφλα] αυτός που πωλεί ή κατασκευάζει παντόφλες … Dictionary of Greek
παντούφλα — η βλ. παντόφλα … Dictionary of Greek
πασούμι — το 1. (στο παρελθόν) είδος γυναικείου υποδήματος 2. γυναικεία παντόφλα με τακούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τον τ. πασουμάκι, που νομίστηκε υποκοριστικό (πρβλ. τσαρδάκι > τσαρδί)] … Dictionary of Greek
πατήθρα — η 1. καθένα από τα δύο εξαρτήματα στη βάση τού υφαντικού ιστού, τού αργαλειού, τα οποία πατάει εναλλάξ η υφάντρια για να ανεβάζει και να κατεβάζει τα μιτάρια, ώστε να πλέκεται η κρόκη με το στημόνι, αλλ. ποδαρικό ή ποδαριακό 2. ο ποδοκίνητος… … Dictionary of Greek
πατίκι — (I) και πατήκι το η παντόφλα, το πασούμι, και γενικά το παπούτσι, το πατούμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατώ + κατάλ. ίκι (πρβλ. ξυλ ίκι)]. (II) και μπατίκι, το η ετήσια καταβολή σε είδος από κάθε ενορίτη προς τον ιερέα, που ήταν συνήθως 1 κιλό σιτάρι.… … Dictionary of Greek